εμπροσθοφυλακή

εμπροσθοφυλακή
η
τμήμα στρατού ή ναυτικού που πάει μπροστά από στρατιωτική ή ναυτική δύναμη για να την προφυλάξει από επίγειο αιφνιδιασμό, η προφυλακή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμπροσθοφυλακή — Το επικεφαλής στοιχείο μιας δύναμης που προελαύνει και έχει ως κύρια αποστολή την εξασφάλιση της απρόσκοπτης κίνησης του κύριου σώματος. Αναλυτικότερα, η αποστολή της ε. είναι να αναζητά και να εκμεταλλεύεται τα κενά του εχθρικού αμυντικού… …   Dictionary of Greek

  • προηγούμαι — προηγοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [ἡγοῡμαι] 1. βαδίζω πριν από άλλον ή άλλους και δείχνω τον δρόμο, προπορεύομαι και οδηγώ κάποιον 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) προηγούμενος, η, ο(ν) πρότερος, προγενέστερος («τον προηγούμενο μήνα») 3. (το ουδ. πληθ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • αβανγκαρντισμός — Όρος που προέρχεται από τη γαλλική λέξη avant garde και σημαίνει πρωτοπορία, εμπροσθοφυλακή. Με τον όρο αυτόν χαρακτηρίζονται τα καλλιτεχνικά και πνευματικά ρεύματα των αρχών του 20ού αι., που κύριο γνώρισμά τους ήταν η αμφισβήτηση των… …   Dictionary of Greek

  • εμπροσθινός — και μπροστινός, ή, ό (Μ ἐμπροσθινός και μπροστινός και ἐμπροστινός και ὀμπροστινός) 1. πρόσθιος, εμπρόσθιος, μπροστινός 2. προηγούμενος («ὁ μπροστινός της ἄνδρας», Λίβ.) μσν. (για στρατιώτη) αυτός που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή, στην προκάλυψη …   Dictionary of Greek

  • εμπροστέλλα — η (Μ ἐμπροστέλλα) νεοελλ. εμπροσθέλλα μσν. εμπροσθοφυλακή …   Dictionary of Greek

  • περιφυλακή — ἡ, Μ [περιφυλάσσω] προφυλακή, εμπροσθοφυλακή …   Dictionary of Greek

  • προδρομεύω — Α [πρόδρομος] είμαι έφιππος ανιχνευτής, ανήκω στην έφιππη εμπροσθοφυλακή, προπορεύομαι ως μέλος έφιππης εμπροσθοφυλακής («δοκιμάζει δὲ καὶ τοὺς προδρόμους, ὅσοι ἂν αὐτῇ δοκῶσιν ἐπιτήδειοι προδρομεύειν εἶναι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • προπορεία — η, ΝΑ [προπορεύομαι] 1. το να προχωρεί κανείς μπροστά 2. εμπροσθοφυλακή στρατεύματος νεοελλ. 1. το να προηγείται κάτι πριν από κάτι άλλο, το να συντελείται κάτι από κάτι άλλο 2. το σύνολο τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική κίνηση ή… …   Dictionary of Greek

  • προπορεύομαι — ΝΑ (σε πορεία) βαδίζω πριν από τους άλλους, προηγούμαι («προπορεύεται τής πομπής») νεοελλ. μτφ. κατέχω την πρώτη θέση, υπερέχω αρχ. 1. έρχομαι προς τα εμπρός 2. προάγομαι, προβιβάζομαι («προπορεύεσθαι πρὸς τὴν στρατηγίαν», Πολ.) 3. (για ποταμό)… …   Dictionary of Greek

  • προφυλακή — Νησί στη νότια πλευρά της Λέσβου και NΔ του ακρωτηρίου Αγρελιός. Το νησί βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που προσπλέει από τα N τον κόλπο της Γέρας. * * * η, ΝΜΑ [φυλακή] εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”